- ὑπέρμαχοι
- ὑπέρμαχοςchampionmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρμαχος — η, ο 1. πρόμαχος, υπερασπιστής, προστάτης: Πολέμησαν οι υπέρμαχοι της ελευθερίας. 2. πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Οι υπέρμαχοι της πολιτικής αλλαγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
борьць — БОРЬЦ|Ь (33), А с. 1.Борец, участник спортивной борьбы: видѣли борьцѩ вѣньчаѥма. СбТр XII/XIII, 14 об.; iли игрищемъ старѣишина. или борець. iлi свирець. или гудець... ѡ(т) таковыхъ. аще лi же ни да ѡ(т)вергуть(с). КР 1284, 51а; Се гл҃ше ѡже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής … Dictionary of Greek
συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… … Dictionary of Greek
Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek